Το γκουμουτσοέπιπλο υπήρχε στο σπίτι από πάντα υποθέτω. Υπάρχει και πιθανότητα να ήταν εκεί, στον αέρα, πριν χτιστεί το σπίτι. Περνώντας τα χρόνια και φεύγοντας όλοι από το σπίτι, με άφησαν μόνη μου με το γκουμουτσοέπιπλο και όπως καταλαβαίνεις το είχα σιχαθεί και ήμουν έτοιμη να το πετάξω. Στο σημείο εκείνο με έπιασε το φιλότιμο και λέω «έλα μωρέ τώρα, μην το πετάξεις, όλο και κάτι μπορείς να το κάνεις» . Έτσι κι έγινε.
Παρακάτω βλέπουμε το “πριν” αν και στην προκειμένη είναι το “παραπολυπριν” καθώς είμαι περίπου 9 ετών με τα αδέρφια μου και παρέα.
Το έκοψα στα 2 κρατώντας το κάτω μισό. Ήταν εύκολο γιατί στην ουσία το πάνω μέρος κούμπωνε με το κάτω με καβίλιες, οπότε απλά το έβγαλα.
Το έτριψα καλά με γυαλόχαρτο. Οι μεγάλες επιφάνειες με το τριβείο και τα τσικι-τσίκι, γωνίες, λεπτομέρειες κλπ, με το χεράκι. Μετά πέρασα κατευθείαν στη βαφή του, αποφεύγοντας το αστάρωμα. Κακώς, γιατί τώρα πρέπει να το προσέχω πολύ περισσότερο. Βέβαια το χρώμα που χρησιμοποίησα, η ριπολίνη νερού, έχει από μόνο προστατευτικές ιδιότητες, οπότε δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
Το πέρασα αν θυμάμαι καλά, 3 χέρια και το άφησα για αρκετό καιρό χωρίς πόμολα γιατί δεν είχα αποφασίσει τι θα βάλω… Μία φίλη με ενημέρωσε για την περιοχή των «πομολάδικων», που είναι η οδός Βίσσης, κάθετη στην Αθηνάς χαμηλά. Εκεί έχει ένα μάτσο μαγαζιά και εκεί βρήκα αυτά που βλέπεις. Δεν διάλεξα ένα σχέδιο γιατί μου άρεσαν όλα οπότε αφού στο σχήμα ταίριαζαν, είπα γουάι νοτ;
Οι μεντεσέδες μου άρεσαν, δεν τους άλλαξα, αλλά τους έβαψα γιατί το χρώμα κανονικά ήταν μαύρο και δεν ταίριαζε κατά τη γνώμη μου (να ξέρεις πως και αυτούς τους μεντεσέδες μπορείς να τους βρεις στην οδό Βίσσης). Τέλος πάντων, αυτό είναι το αγαπημένο μου έπιπλο, το καμάρι μου, ο λόγος που ξεκίνησα να ασχολούμαι με το diy.
Οι φωτό είναι λίγο άλλα ντ’ άλλα βέβαια, αλλά νομίζω οι διαφορές είναι εμφανείς.